τούνη

τούνη
Α
(λακων. τ. ονομ. τής προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εσύ — (ΑΜ σύ Α και επικ. τύπος τύνη, λακων. τούνη, δωρ. τύ, βοιωτ. τού) προσ. αντων. β προσ. νεοελλ. 1. η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση ή αντιδιαστολή («εσύ τό λες αυτό, κανείς άλλος») 2. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα… …   Dictionary of Greek

  • Γεράρδος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γ. του Μπρόνι (880 – 959). Ίδρυσε μοναστήρι Βενεδικτίνων. Ανακηρύχθηκε άγιος της Δυτ. Εκκλησίας το 1131. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος της Τουλ (935 – 994). Ίδρυσε εκκλησίες και σχολεία και το 982 …   Dictionary of Greek

  • tū̆ —     tū̆     English meaning: thou     Deutsche Übersetzung: “du”     Grammatical information: gen. t(e)u̯e, dat. toi , tebh(e)i, acc. te; stem tū̆ , teu̯o , teu̯e , tu̯o , tu̯e and te     Material: 1. O.Ind. tu, tū “yet” (zur hervorhebenden and… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”